ενάμισης

ενάμισης
και ανάμισης και ενάμισος και ανάμισος (Μ ἐνάμισης και ἀνάμισης και ἐνάμισος και ἀνάμισος)
αριθμ. επίθ. ένας και μισός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενάμισης, ο, μιάμιση, η, ενάμισι — το αριθμ. απόλ., ένας (μία, ένα) και μισός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σησκουπλικάριος — ή σησκουπλικιάριος, ὁ, Α 1. ημιόλιος, ενάμισης 2. στρατιώτης που έπαιρνε ενάμισυ σιτηρέσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sesquiplicarius < sesqui, συντετμ. τ. τού semisque «ενάμισης» + plicarius (< plex < plico «διπλώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • μιάμιση — η θηλ. τού ενάμισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μία + μισή] …   Dictionary of Greek

  • σεσκι- — Ν χημ. πρόθημα χημικών ενώσεων που σημαίνει ενάμισυ και υποδηλώνει την αναλογία 2:3 μεταξύ δύο στοιχείων μιας ένωσης, όπως είναι λ.χ. τα σεσκιοξείδια, τα σεσκιανθρακικά άλατα, τα σεσκιτερπένια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sesqui < λατ. sesqui… …   Dictionary of Greek

  • σεσκιοξείδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σεσκιοξείδια χημ. κατηγορία μεταλλοξειδίων στα οποία η αναλογία μετάλλου οξυγόνου είναι ίση με 2:3. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. sesqui oxide (< λατ. sesqui «ενάμισης» + οξείδιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”